-Α-

 

Άβυσσος (α + βυσσός = βυθός) ο χωρίς βυθό
Αγαθοποιώ  πράττω καλό, ευεργετώ
Αγαθοσύνη  αρετή, χρηστότητα, καλοσύνη
Αγενής  : (α + γένος) αυτός που κατάγεται από άσηµους
Άγιος  : (άγος = εξάγνιση), ιερός, όσιος, σεµνός
Αγνίζω  : καθαρίζοµαι εσωτερικά (ηθικά)
Άγρα  : ψάρεµα, αλιεία, κυνήγι
Αγρυπνώ  : δεν κοιµάµαι, προσέχω, επαγρυπνώ
Αδηλότητα  : αβεβαιότητα
Αδιάλειπτος  : αυτός που δεν διακόπτεται
Αδιάλλακτος  : αυτός που δεν συµφιλιώνεται
Αδιάφθορος  : αυτός που δεν έχει διαφθαρεί, ακέραιος
Αθέµιτος  : αυτός που δεν είναι νόµιµος, παράνοµος
Αθετώ  : παραβαίνω, καταπατώ (όρκο-νόµο-υπόσχεση)
Αθυµώ  : στεναχωρούµαι, λυπούµαι
Αίγες  : κατσίκες, γίδες
Αΐδιος  : αδιάλειπτος, αιώνιος, παντοτινός
Αιδώς  : ντροπαλότητα
Αίνεση  : εξύµνηση, έπαινος, εγκώµιο
Αίρεση  : αίρω = υποβαστάζω, αφαιρώ, σηκώνω
Αισχύνοµαι  : αισθάνοµαι ντροπή για πράξεις µου
Ακαθαρσία  : Ασέλγεια, ατιµία, δόλος
Ακόρεστος  : αχόρταγος, ανικανοποίητος, άπληστος
Ακούσιος  : αυτός που δεν έχει πρόθεση – θέληση
Ακροβυστία  : µετ. ο απερίτµητος, ο µη Ιουδαίος, τα έθνη
Ακρογωνιαίος  : Αυτός που βρίσκεται στην κάτω γωνία µιας οικοδοµής την
οποία ενώνει και συγκρατεί
Ακώλυτος  : ανεµπόδιστος, ελεύθερος
Αλάβαστρο  : ηµιδιαφανής λίθος κατάλληλος για αγγεία
Αλαλάζω  : κραυγάζω από ενθουσιασµό ή λύπη
Αλέκτωρ  : (ο) κόκορας, πετεινός
Αλαζονεία  : καύχηση, υπερηφάνεια, έπαρση
Αλληγορία  : έκφραση µε λόγο η µε εικόνα ιδεών οι οποίες δεν γίνονται
άµεσα αντιληπτές, που υπονοούνται
Αλλότριος  : αυτός που ανήκει σε άλλον, ξένος


Άλογος  : ο χωρίς λόγο και λογική, παράλογος
Αλώπηξ  : (η) αλεπού
Άλωση  : κατάκτηση, εκπόρθηση, κυρίευση
Άµα  : συγχρώνος, ταυτοχρόνως, τον ίδιο καιρό, ευθύς
Αµάραντος  : αυτός που δεν µαραίνεται, αιώνιος
Αµαύρωση  : απώλεια της λάµψης, της αίγλης
Αµελώ  : αδιαφορώ, παραµελώ, ξεχνώ
Άµεµπτος  : αυτός που δεν έχει κατηγορία
Αµερόληπτος  : αυτός που δεν χαρίζεται, δεν παίρνει το µέρος κανενός
Αµεταµέλητος  : ο αµετανόητος
Αµίαντος  : αυτός που δεν έχει µιαθεί, πνευµατικά & σαρκικά
Αµόλυντος  : αυτός που διατήρησε την ηθικότητά του, απέφυγε
πνευµατικό ή σαρκικό µολυσµό
Αµφότεροι : και ο ένας και ο άλλος, και οι δύο
Άµωµος  : ο χωρίς µοµφή
Αναβρύω  : πηγάζω , αναβλύζω, ξεχύνοµαι, αναζωογονώ
Αναζωπυρώνω : ξανανάβω, εµψυχώνω, αναζωογονώ
Αναζωσθέντες : (ζώννυµαι = ετοιµάζοµαι για µάχη) ετοιµασµένοι για µάχη
Αναθάλλω : ξανανθίζω, ξαναβλαστάνω
Ανάθεµα : κατάρα, αφορισµός
Ανεπαίσχυντος : αυτός που δεν ντρέπεται µε τίποτα
Αναιρώ : ανατρέπω ισχυρισµό ή κατηγορία
Ανακαίνιση : ανανέωση, αναµόρφωση
Ανακεκληµένος : (ανακαλούµαι) αυτός που έχει κληθεί, που τον κάλεσαν να
γυρίσει πίσω
Ανακεκλιµένος : (ανακλίνοµαι) αυτός που κείτεται (έτσι συνήθιζαν να τρώνε
σχεδόν ξαπλωµένοι)
Αναντίρρητος : αυτός που δεν δέχεται αντίρρηση
Αναπολόγητος : ασυγχώρητος, ανίκανος να απολογηθεί
Αναστρέφω : γυρίζω προς τα πίσω, αναποδογυρίζω
Αναφύω : φυτρώνω
Ανδραποδιστής : αυτός που υποδουλώνει
Ανδρίζοµαι : φέροµαι σαν άντρας
Ανέγκλητος : ακατηγόρητος, άµεµπτος, αθώος
Ανεκλάλητα : αυτά που δεν λέγονται, ανείπωτα
Ανεξίκακος : αυτός που υποµένει τα κακά, µακρόθυµος
Ανεξιχνίαστος : αυτός που δεν εξιχνιάζεται, ανεξακρίβωτος
Ανεπίδεκτος : αυτός που δεν µπορεί να δεχτεί κάτι


Ανήλεος : αυτός που δεν ελεεί, ο χωρίς έλεος
Ανήµερος : άγριος, δύστροπος
Ανθίσταµαι : αντιστέκοµαι, εναντιούµαι
Ανθρακιά : σωρός από αναµµένα κάρβουνα
Ανθρωπάρεσκος : αυτός που θέλει να αρέσει σε ανθρώπους
Ανιστάµενος : αυτός που είναι σηκωµένος όρθιος
Ανορθώνω : σηκώνω κάτι όρθιο, αναστηλώνω
Ανόσιος : αυτός που δεν τηρεί τους θείους νόµους
Ανταναπληρώ : αναπληρώνω, συµπληρώ, προσθέτω
Ανταπόδοµα : ανταπόδοση ευεργεσίας ή κακού
Αντείπωσι : αντιλέγω = λέγω εναντίον, αντιστέκοµαι
Αντιβαίνω : δεν συµβιβάζοµαι, πάω αντίθετα
Αντιζηλία : ανταγωνισµός, ζηλοτυπία
Αντίκειµαι : αντιβαίνω, είµαι σε αντίθετη θέση
Αντίλυτρο : αντίτιµο της εξαγοράς
Αντιστέκοµαι : προβάλλω αντίσταση, δεν υποχωρώ
Αντιτάσσοµαι : παίρνω εχθρική στάση
Αντίτυπο : πανοµοιότυπο εντύπου, αντίγραφο
Αντιφρονών : αυτός που έχειολική ή επιµέρουςαντίθετη άποψη από την
ορθή διδασκαλία
Άνυδρος : ο χωρίς νερό, ο ξερός
Ανυπόκριτος : απροσποίητος, ειλικρινής
Ανυπότακτος : αυτός που δεν υποτάσσεται
Ανώγιον : πάνω πάτωµα σπιτιού
Αξίνη : εργαλείο για σκάψιµο, τσεκούρι
Αξιώνοµαι : πετυχαίνω, κατορθώνω κάτι
Άοκνος : ακούραστος, φιλόπονος, εργατικός
Απαγγέλλω : διηγούµαι, γνωστοποιώ, οµολογώ
Απαλλοτρίωση : αποξένωση
Απάντηση : συνάντηση, αντάµωση
Απατηλός : παραπλανητικός, αυτός που απατά
Απαύγασµα : ακτινοβολία, λάµψη, αποτέλεσµα
Απεκδοχή : η προσδοκία
Απερίσκεπτος :αυτός που δεν εξετάζει µε προσοχή
Απήλθεν : (απέρχοµαι = φεύγω από κάπου), έφυγε από κάπου
Αποβαίνω : (βαίνω) αποβιβάζω, βγαίνω, γίνοµαι
Αποβάλλω : διώχνω από πάνω µου, απορρίπτω, ρίχνω
Αποβιώ : πεθαίνω


Αποδεκατίζω :λαµβάνω το 1/10 από όλα τα πράγµατά µου προς όφελος
των ιερέων
Αποδηµώ :  φεύγω από την πατρίδα µου
Αποδοχή : παραδοχή, έγκριση, επιδοκιµασία
Αποθέτω : τοποθετώ στην θέση του κάτι που κρατώ
Αποθνήσκω :  πεθαίνω, αφανίζοµαι
Αποκάλυψη :  φανέρωση θείων µυστικών
Αποκάµνω :  κουράζοµαι
Αποκτεινόντων : (αποκτείνω = σκοτώνω, εξαλείφω), αυτοί που σκοτώνουν
Απολείπω λείπω, δεν υπάρχω
Απολλύω: καταστρέφω, αφανίζω, εξολοθρεύω
Απολύτρωση: εξαγορά, απαλλαγή, από δεινά, σωτηρία
Απολύω : λύνω δεσµά, απελευθερώνω
Αποστατώ :  αλλάζω φρόνηµα, στασιάζω, επαναστατώ
Απόστολος :  απεσταλµένος, αγγελιοφόρος
Αποστρέφω : στρέφω προς τα οπίσω, αποκρούω, περιφρονώ
Απρόσκοπτος : αυτός που δεν συναντά εµπόδια
Αργός : νωθρός, οκνηρός, τεµπέλης
Άρκτος : (η) αρκούδα
Αρµός :  η άρθρωση, κλείδωση
Αρπαγή :  βίαιη απόσπαση ξένου πράγµατος, απαγωγή
Αρπάζοµαι : πιάνοµαι δυνατά από κάτι, κρατιέµαι
Άρτυµα : καθετί που βάζουν για νοστιµιά στο φαγητό
Αρχιτρίκλινος : ο επιστάτης τράπεζας τριών προσκεφαλέων
Ασάλευτος : αυτός που δεν σαλεύει, δεν µετακινείται
Ασέλγεια ακολασία, λαγνεία, ακράτεια
Άσπιλος : καθαρός, αγνός, αµόλυντος, άµεµπτος
Ατελεύτητος : αυτός που δεν έχει τέλος, άπειρος
Ατενίζω : καρφώνω, το βλέµµα µου κάπου
Άτιµο : αυτό που δεν έχει τιµή, ανήθικο
Ατµίδα : (Ατµίς) ατµός, αναθυµίαση, στήλη καπνού
Αυθαδιάζω : µιλώ ή φέροµαι µε αυθάδεια, αναίδεια
Αυτάρκεια : το να αρκείται κάποιος σε όσα έχει
Αυτοπροαίρετος : αυτός που ενεργεί ελεύθερα, µε την θέλησή του
Αφανίζω : καταστρέφω εντελώς, εξοντώνω , εξαλείπω
Αφανισµός : πλήρης καταστροφή, εξόντωση, κούραση
Αφεδρώνας : το µέρος όπου ρίχνονται οι ακαθαρσίες
Άφεση : συγχώρεση αµαρτιών, ελευθέρωση


Αφιλάγαθος  αυτός που δεν αγαπά το αγαθό – καλό
Αφοµοιώ  κάνω κάτι όµοιο µε κάτι άλλο
Αφροσύνη : µωρία, ανοησία, έλλειψη φρόνησης
Αχρείος : αισχρός, ελεεινός ή άχρηστος, ανάξιος
Άψινθος : πολύ πικρό φυτό, βότανο (αψυνθιά)

 -Β-

Βαρυνθώσιν : (βαρύνω) βαραίνω, βαριέµαι, δυσφορώ
Βασκαίνω : κακολογώ, φθονώ, βλάπτω δια της οράσεως
Βάτος : ακανθώδης θάµνος
Βαττολογώ : φλυαρώ, µωρολογώ, ανοηταίνω
Βδέλυγµα : αυτό που προκαλεί αποστροφή, αηδία
Βέβηλος : ασεβής, ανιερός, βδελυρός
Βεβηλώνω : µιαίνω, µολύνω
Βήµα : βάθρο οµιλίας ρητόρων, θρόνος
Βιάζω : επιβάλλω βία, εξαναγκάζω, παραβιάζω
Βιοτικές : σχετικές µε τον βίο, περιουσία, ζωή
Βλάσφηµος : αυτός που βλάπτει την φήµη σε κάτι
Βόρβορος : δύσοσµη λάσπη (έσχατη διαφθορά)
Βότρυς : τσαµπί σταφύλι
Βουλή : σκέψη, απόφαση, θέληµα
Βοώ : κραυγάζω, φωνάζω δυνατά
Βραδύνω : κινούµαι αργά, αργοπορώ
Βραχίονας : το µέρος του χεριού από αγκώνα ως καρπό
Βραχυλογία : συντοµία στα λόγια, ολιγοχρόνιος
Βρυχώµαι : µουγκρίζω, βγάζω δυνατή φωνή
Βρώσις : φαγητό, τροφή
Βυρσοδέψης : (βύρσα:δέρµα + δέψω:κατεργάζοµαι) αυτός που
κατεργάζεται το δέρµα
Βυσσινή : (βύσσος) πολύτιµο ύφασµα από λεπτό βαµβάκι
Βωµολοχία : αισχρολογία

                                                                                      -Γ-

Γάγγραινα : απόστηµα που κατατρώγει τα γύρω µέρη
Γαζοφυλάκιον : Κιβώτιο στην είσοδο του ναού στο οποίο έβαζαν χρήµατα
για την συντήρηση του ναού και των φτωχών
Γαστέρα : κοιλία, στοµάχι, (µετ.) άσωτος, ακόλαστος άνθρωπος
Γενεά γενιά, γενεαλογία, το σύνολο των προσώπων που ανήκουν
στο ίδιο γένος
Γλωσσόκοµο : σε αυτό έβαζαν τα χρήµατα για την διατροφή φτωχών
Γογγύζω : στενάζω, βογκώ, παραπονιέµαι
Γόης : αυτός που ασκεί γοητεία, µάγος


Γοητεία : σαγηνευτική δύναµη
Γραώδης : αυτός που ταιριάζει σε γριά

                                                                                            -Δ-

∆άκνω : δαγκώνω, (µετ.) κακολογώ, υβρίζω
∆αµάζω : εξηµερώνω, τιθασεύω
∆άµαλις : (η) κόκκινου χρώµατος αγελάδα
∆ασµός : φόρος που επιβάλλεται στο εµπόριο
∆έηση : παράκληση, ικεσία, προσευχή
∆εισιδαιµονία : παράλογος φόβος για υπερφυσικές δυνάµεις
∆εκάτη : φόρος ίσος µε το 1/10 της όλης ποσότητας
∆εσµά : οι αλυσίδες των καταδίκων
∆εσπότης : άρχοντας, επίσκοπος, δυνάστης, κύριος
∆ηλονότι : δηλαδή
∆ηλώ : δηλώνω, γνωστοποιώ, ανακοινώνω επίσηµα
∆ηµηγορώ : βγάζω λόγο στον λαό, αγορεύω
∆ιάβολος : αυτός που διαβάλλει, συκοφαντεί
∆ιάγω : διαβαίνω, ζω, περνώ τον καιρό µου
∆ιάδηµα : στεφάνι πολύτιµο που φοριέται ως σύµβολο εξουσίας
∆ιαθέτης : αυτός που καθορίζει την διαθήκη του
∆ιαθήκη : διάταξη, συµφωνία, συνθήκη Θεού – ανθρώπου
∆ιαλλαγή : συµβιβασµός, συµφιλίωση
∆ιαµαρτύροµαι : µαρτυρώ επισήµως, ικετεύω, παρακαλώ
∆ιαµερίζω : χωρίζω τι σε µέρη, µοιρασιά
∆ιανοµή : το χώρισµα σε µέρη, µοιρασιά
∆ιαρπάζω : αρπάζω δια της βίας
∆ιασάφηση : διευκρίνιση, εξήγηση, ερµήνευση
∆ιάταξη : τακτοποίηση, διαταγή, προσταγή
∆ιατρίβω : διαµονή σε κάποιον τόπο
∆ιαφθείρω : καταστρέφω, βλάπτω ηθικά
∆ιδαχή : διδασκαλία
∆ιεγείρω : τονώνω, ζωηρεύω, προκαλώ, ξυπνώ
∆ιεσπαρµένος : διασκορπισµένος
∆ιεστραµµένη : (διαστρέφω) γυρίζω ανάποδα, ασεβής, στρεβλώνω
∆ιό γι΄αυτό
∆ιόσκουροι : δίδυµοι αδελφοί τους οποίους θεωρούσαν προστάτες της
ναυτιλίας δια τούτο έβαζαν και τις σηµαίες τους στα πλοία
∆ίστοµος : δίκοπος, αυτός που έχει δύο όψεις
∆ιχόνοια : ασυµφωνία γνωµών, διαφωνία
∆ιχοστασία : χωρισµός, διαίρεση, σχίσµα


∆ιώκω : διώχνω, ασκώ δικαστική πράξη
∆όγµα : διαταγή, εντολή νόµου, κανονισµένη διάταξη για
χριστιανικό βίο
∆όλος : µέσο ή τέχνασµα για εξαπάτηση
∆ουλαγωγώ : υποδουλώνω, έχω κάποιον δούλο
∆υσεντερία : λοιµώδης αρρώστια εντέρων
∆υσερµήνευτος : αυτός που ερµηνεύεται δύσκολα
∆ώµα : ταράτσα

        -Ε-

Εγείρω : αφυπνίζω, ανυψώνω, ορθώνω, σηκώνω
Εγκαλώ : καταγγέλλω, πηγαίνω κάποιον στο δικαστήριο
Εγκεντρίζω : µπολιάζω, κεντώ
Εγκολπώνοµαι : αποδέχοµαι κάτι µε ευχαρίστηση
Εγκύπτω : επιδίδοµαι µε ιδιαίτερο ζήλο
Εδραίωµα : στήριγµα, βάση
Έδραµε : έτρεξε
Εθελοθρησκεία : η µε την θέληση µας λατρεία του Θεού
Ειδωλόθυτα : αυτά που θυσίαζαν στα είδωλα
Εικών : οµοίωµα, απεικόνισµα
Ειρηµένο : (λέγοµαι) ειπωµένο
Είρηται : (λέγοµαι) έχει λεχθεί
Εισφέρω : προσφέρω
Έκβαση : έξοδος, απαλλαγή, το τέλος
Εκβολή : εξαγωγή, απόρριψη
Εκδικητής : εκδικούµενος, τιµωρός
Εκδικώ : ανταποδίδω το κακό, τιµωρώ
Εκεχυµένος : (χέω) χύνω, χυµένος
Εκκλησία : συνάθροιση λαού, το σύνολο των πιστών
Εκλελυµένος : αποκαµωµένος, κουρασµένος, εξαντληµένος
Εκούσιος : αυτός που γίνεται µε την θέλησή του
Έκπάλαι : από παλιά
Εκπίπτω : πέφτω έξω, ξεπέφτω, παύω
Εκπληρώνω : πληρώ εντελώς, εκπληρώ υπόσχεση
Εκπορεύονται : προέρχονται, εκπηγάζουν, εξέρχονται
Έκσταση : η γρήγορη όραση θείων µυστικών στον άνθρωπο
Εκτρέποµαι : αποµακρύνοµαι από την αρχική µου θέση
Έκτρωµα : το έσχατο πάντων, το ευτελέστερο
Εκφεύγω : ξεφεύγω
Εκφύω : γεννώ, παράγω, φυτρώνω, βλαστάνω


Εκχέω : χύνω προς τα έξω, ξεχύνω, µοιράζω
Ελαύνω : οδηγώ, τρέχω, κωπηλατώ
Ελαφρότητα : επιπολαιότητα, έλλειψη σοβαρότητας
Έλαχον : (λαγχάνω = λαµβάνω δια κλήρου), έτυχον
Ελιµενίσθησαν : (λιµενίζοµαι) αράζω στο λιµάνι
Έλκος : πληγή
Εµβάλλω : ρίχνω µέσα, βάζω
Εµβατεύω : ενασχολούµαι εις βάθος
Εµέθεξαν : (µετέχω = παίρνω µέρος σε κάτι), συµµετείχαν
Εµέµφησαν : (µέµφοµαι = κατηγορώ), κατηγόρησαν
Εµπαιγµός : χλευασµός, περιγέλασµα, απάτη
Εµπαίζω : κοροϊδεύω, εξαπατώ, χλευάζω
Εµπεριπλέκω : εµπλέκω, µπερδεύω, περιπλέκω
Εµπλουτισµός : πλουτισµός σε χρήσιµα συστατικά
Έµφοβος : ο κατεχόµενος από φόβο
Έµφρονες : συνετοί, φρόνιµοι
Εµφυσώ : φυσάω προς τα µέσα, εντός
Εναπελείφθη : (εναπολείποµαι = αφήνοµαι πίσω), απέµεινε
Εναποθέτω : αποθέτω κάπου, ακουµπώ, στηρίζω
Ενδεής : φτωχός, στερηµένος, ο έχων ανάγκη
Ενδηµώ : παραµένω σε κάποιον τόπο
Ενεπλήσθησαν : (πίπληµι = γεµίζω, είµαι χορτασµένος), γέµισαν
Ενιαυτός : το έτος
Εντρυφώ : ασχολούµαι µε κάτι µε συνέπεια
Εξαγνίζω : καθαρίζω από αµαρτία
Εξαγριώνω : εξοργίζω σε µεγάλο βαθµό
Εξαλείπτω : σβήνω, καταργώ, αφανίζω, διαγράφω
Εξαπατώ : ξεγελώ, παραπλανώ, απατώ
Εξάπτοµαι : οργίζοµαι, ανάβω
Έξαψη : διέργεση, θυµός
Εξεβλήθη : (εκβάλλω = ρίχνω έξω, αποµακρύνω), ρίχτηκε έξω
Εξεγείρω : ξεσηκώνω, αφυπνίζω, διεγείρω
Εξεδίκησε : (εκδικώ = παρέχω δίκιο, υπερασπίζω, τιµωρώ),πήρε το
δίκιο
Εξεκαύθησαν : (εκκαίω = καίω εντελώς, παροξύνω), παροξύνθηκαν
Εξεκέντησαν : (εκκεντώ) διατρυπώ, ερεθίζω, ενοχλώ
Εξέλθη : (εξέρχοµαι = βγαίνω έξω), βγήκε έξω
Εξεµέσω : θα κάνω εµετό


Εξερχόµενα : αυτά τα οποία βγαίνουν
Εξέτεινα : (εκτείνω = εξαπλώνω, τεντώνω), εξάπλωσα
Έξη : συνήθεια από επανάληψη ιδίους πράξεως
Εξηχρειώθησαν : (εξαχρειώ = καθιστώ κάποιον ή κάτι αχρείο ή άχρηστο,
διαφθείρω τα ήθη, εξευτελίζω), διεφθάρησαν ως προς τα
ήθη, εξευτελίστηκαν
Εξιλέωση : καθαρισµός ψυχής από αυτοτιµωρία
Εξολοθρεύω : εξοντώνω, αφανίζω, καταστρέφω εντελώς
Εξουθενώ : εξευτελίζω, ταπεινώνω, περιφρονώ
Έξοχον : (υπερέχω) κρατώ κάτι ψηλά, ισχυρό, εξαίρετο
Επαγγελία : υπόσχεση, αγγελία, είδηση
Επαίροµαι : καυχέµαι, υψώνοµαι, µεγαλαυχώ
Επαίσχυντος : αυτός που φέρνει ντροπή
Επανόρθωση : διόρθωση, ανασκευή ικανοποίηση
Επέθηκεν : (επιτίθηµι = βάζω κάτι πάνω σε κάτι άλλο), έβαλε
Επειθής : υπάκουος, ο ευκόλως πειθόµενος
Επεισαγωγή : (επεισάγω = προσκοµίζω, γέρνω µέσα), εισαγωγή νέων
προσώπων
Επέκεινα : περισσότερο, ακόµα µακρύτερα
Επιβαρύνω : επαυξάνω το βάρος
Επιβουλή : ύπουλη, δόλια σκέψη εναντίον κάποιου
Επίγνωση : ακριβής και ενσυνείδητη γνώση
Επιείκεια : ηπιότητα στη κρίση σχετικά µε σφάλµα
Επιθέτω : τοποθετώ κάτι πάνω σε άλλο
Επικαλούµαι : ονοµάζω, επικαλώ, ζητώ βοήθεια
Επίκειται : αναµένεται να συµβεί κάτι από στιγµή σε στιγµή
Επιλήσµων : αυτός που ξεχνά εύκολα, ξεχασιάρης
Επίλοιπον : υπολειπόµενο, αυτό που αποµένει
Επιµελούµαι : φροντίζω, ασχολούµαι µε ζήλο
Επίορκος : αυτός που αθέτησε υπόσχεση όρκου
Επιούσιος : ο καθηµερινός, ο αναγκαίος για την ύπαρξη
Επιπλήττω : επιτιµώ, µαλώνω, ονειδίζω, ελέγχω
Επισκοπώ : εξετάζω, βλέπω από ψηλά, επιθεωρώ
Επιστήµων : αυτός που γνωρίζει κάτι πολύ καλά
Επιστώθης : (πιστώ = δεσµεύω, βεβαιώνω, έχω εµπιστοσύνη),
εβεβαιώθηκες
Επισύρω : σέρνω προς το µέρος µου, προς εµένα
Επισωρεύω : σωρεύω το ένα πάνω στο άλλο
Επιταγή : διαταγή, προσταγή


Επιτάσσω : διατάζω, προστάζω, ενεργώ επίταξη
Επιτελώ : εκτελώ, πραγµατοποιώ, αποτελειώνω
Επιτήδειος : κατάλληλος για ορισµένο σκοπό
Επιτιµώ : επιπλήττω, µαλώνω, προτρέπω
Επίτροπος : ο διαχειριστής, ο επιµελητής
Επιφάνεια : (επιφαίνω) εµφάνιση, φανέρωµα
Επλήσθησαν : (πίπληµι = γεµίζω, είµαι χορτασµένος), γέµισαν
Έριδα : φιλονικία, λογοµαχία, καβγάς, διχόνοια
Ερρέθη : (λέγοµαι) ειπώθη
Έσβεσαν : (σβέννυµι) σβήνω, εξαλείφω
Εσκίρτησε : τινάζοµαι ξαφνικά, αναπηδώ
Ετελέσθη : (τελώ) τελειώνω, τελειώθηκε
Ετελεύθη : (τελευτώµαι = τελειώνω), τέλειωσε
Ετεροδιδασκαλος : όποιος διδάσκει διαφορετικά αποκλίνοντας από την αλήθεια
Έτι : ακόµα, επιπλέον
Έτυπτεν : (τύπτω = χτυπώ, επιτιµώ), χτυπούσε
Ευαγγελίζω : φέρνω καλές ειδήσεις, ευχάριστα µηνύµατα
Ευαρεστώ : προκαλώ ευχαρίστηση, γίνοµαι αρεστός
Ευγνώµων : αυτός που αναγνωρίζει την προσγενώµενη χάρη
Ευδοκία : αγαθή προαίρεση, ευµένεια, ευαρέσκεια
Ευδοκιµώ : επιτυγχάνω, διακρίνοµαι, αναπτύσσοµαι
Ευκατάληπτο  : κατανοητό
Ευλάβεια  : Θεοσέβεια, σεβασµός προς τα θεία, σέβας
Ευµετάδοτος  : αυτός που µεταδίνεται εύκολα, µεταδοτικός
Ευνουχισµός  : (µτφ) εκούσια νέκρωση του γεννετήσιου ενστίκτου
Ευπορώ  : έχω πόρους ζωής, ευηµερώ
Ευπρόσδεκτος  : αυτός που τον δέχονται µε ευχαρίστηση
Εύσπλαχνος  : σπλαχνικός, πονετικός, ελεήµων
Ευσχηµοσύνη  : ευπρέπεια, σεµνότητα, καλή διαγωγή
Ευτελής  : ταπεινός, µικροπρεπής, φτηνός
Εύφηµος  : αυτός που έχει καλή φήµη
Ευφραίνω  : προξενώ έντονη ευχαρίστηση, χαροποιώ
Ευφροσύνη  : µεγάλη χαρά, ψυχική απόλαυση
Εφείσθη  : (φείδοµαι = προσέχω, απέχω, λυπούµαι), λυπήθηκε
Εφεξής  : από εδώ και πέρα
Εφεύρεση  : επινόηση νέας µεθόδου, νέου µέσου
Εχειµάζοµαι  : πιέζοµαι από καταιγίδα, κινδυνεύω στο πέλαγος
Έχιδνα  : φαρµακερό φίδι, οχιά


                                                                                                           -Ζ-

Ζεµπίλι  : είδος σάκου από πλεκτή ψάθα
Ζέω  : βράζω, κοχλάζω
Ζήλος  : έντονη, προθυµία για εκτέλεση έργου
Ζηλότυπος  : ζηλιάρης
Ζηλωτής  : θεοσεβής, θρήσκος, γεµάτος από ζήλο
Ζόφος  : βαθύ σκοτάδι
Ζωοποιός  : αυτός ου δίνει ζωή, ζωογονεί
Ζώσης  : ζωντανή, ζωή

 -Η-

Ήγουν  : δηλαδή
Ήλος  : καρφί
Ήµαρτον  : αµάρτησα, πέφτω σε αµάρτηµα, ζητώ συγνώµη
Ηµέτερος  : αυτός που ανήκει σε µας, δικός µας
Ηµιθανής  : αυτός που είναι µεταξύ ζωής και θανάτου

-Θ-

Θάµβος  : κατάπληξη, θαυµασµός, τρόµος
Θαύµα  : καθετί το οποίο γίνεται παρά τους φυσικούς νόµους
Θεατρίζοµαι  : γελοιοποιούµαι, διακωµωδίζοµαι
Θεράπων  : ο ασχολούµενος µε ζήλο σε κάτι, ο υπηρέτης
Θέτω  : τοποθετώ, βάζω
Θρησκεία  : θεία λατρεία, απονεµοµένη τιµή, θρήσκευµα
Θυµίαµα  : ρητίνη που όταν καίγεται αναδίδει άρωµα
Θύση  : (θύω = αφανίζω, καταστρέφω, θυσιάζω), να καταστρέψει

  -Κ-

Κόµη  : οι τρίχες της κεφαλής, τα µαλλιά Κονιορτός σύννεφο σκόνης
Κόσµιος  : (κόσµος) τακτικός, σεµνός, τίµιος, σώφρων
Κραιπάλη  : µεγάλο µεθύσι, ακόλαστη οργιώδης ζωή
Κραταιός  : δυνατός, ισχυρός
Κράτιστος  : αγαθός, ισχυρότατος, ικανότατος
Κράτος  : δύναµη, ισχύ, αρχή, εξουσία
Κρηµνισµός  : γκρέµισµα
Κρηµνός  : γκρεµός, τόπος απόκρηµνος
Κρίθινος  : κριθαρένιος
Κτήτορας  : κύριος, ιδιοκτήτης
Κύµβαλο  : είδος κρουστού µουσικού οργάνου
Κυριότητα  : κατοχή ενός πράγµατος, ιδιοκτησία
Κυρτώνω  : δίνω σε κάτι σχήµα κυρτό, καµπουριάζω
Κύων  : (ο) σκύλος ή σκύλα
Κωλύων  : εµποδίζων, αποτρέπων (µτφ: Πνεύµα Άγιο)
Κώµος  : ασωτίες, γλέντια ασελγή


    -Λ-

Λαθραίος  :  µυστικός, κρυφός, αυτός που διαφεύγει
Λακτίζω  : κλωτσάω, χτυπώ µε τα πόδια
Λαληθησοµένων  : (λαλέω) (οµιλώ), αυτών που ειπώνονταν
Λησµονώ  :  ξεχνώ, αµελώ, παραβαίνω
Λιµός  : µεγάλη πείνα από έλλειψη τροφής
Λινάριο  : ποώδες φυτό µε ίνες για υφαντική
Λοιδορώ  : βρίζω, χλευάζω, κοροϊδεύω, κακολογώ
Λοιµός  : θανατηφόρα επιδηµία (π.χ πανώλης)
Λοίσθιος  : αυτός που ψυχορραγεί, τελευταίος
Λύτρωση  : απαλλαγή από δεινά, σωτηρία

     -Μ-

Μαίνοµαι  : κατέχοµαι από µανία, είµαι έξω φρενών
Μακαρισµός  : καλοτύχισµα 
Μακελείον  : σφαγείο, αγορά των τροφίµων
Μακροθυµία  : υποµονή, καρτερικότητα
Μαρτυρία  : πληροφορία, βεβαίωση, οµολογία
Ματαιολογία  : µαταιοφωνία, ανόητη οµιλία, κενολογία
Ματαιοφωνία  : αυτός που µαταιολογεί, φλύαρος
Μεγαλαυχώ  : αλαζονεύοµαι, κοµπάζω, καυχώµαι
Μεθοδεύω  : εκτελώ κάτι µε µέθοδο, µε προγραµµατισµό
Μεθόρια  : βρίσκεται στα σύνορα, αποτελεί όριο
Μέλας  : τελείως σκοτεινός, µαύρος
Μέλλω  : σκοπεύω, µελετώ να κάνω κάτι
Μέµφοµαι  : κατηγορώ, κατακρίνω, κακίζω
Μεµψίµοιρος  : γκρινιάρης, παραπονιάρης, δυσαρεστηµένος
Μέριµνα  : φροντίδα, έγνοια, πρόνοια, ανησυχία
Μερισθείς  : διαιρεθείς, διανοµέας, αυτός που µοιράζει
Μεσιτεύω  : µεσολαβώ ανάµεσα για την επίτευξη συµφωνίας
Μεσουράνηµα  : στο µέσο του ουρανού
Μεστός  : γεµάτος, πλήρης
Μεταβαίνω  : πηγαίνω από το ένα µέρος στο άλλο
Μεταδοτικός  : αυτός που µεταδίδει κατανοητικά τις γνώσεις του
Μεταµέλεια  : αλλαγή γνώµης ή απόφασης
Μετανοώ  : λυπούµαι ειλικρινά για ότι έκανα και τι καταδικάζω,
αλλάζω γνώµη
Μετατίθεµαι  : τοποθετούµαι σε άλλη θέση
Μετοικώ  : αλλάζω κατοικία ή τόπο
Μηδείς  : κανείς
Μηκέτι  : όχι πλέον


Μιαίνω  : ρυπαίνω, µολύνω, βεβηλώνω
Μικροψυχώ  : λυπούµαι
Μιµητής  : αυτός που µιλά η ενεργεί όπως ένας άλλος
Μισθαποδοσία  : αµοιβή, απόδοση του µισθού
Μνηµόσυνο  : µνήµη, υπενθύµιση, ενθύµηση
Μόδι  : µέτρο χωρητικότητας 8,7 λίτρα
Μόχθος  : κόπος, βάσανο, ταλαιπωρία
Μυελός  : λιπώδης ουσία στα οστά, µυαλό
Μύθος  : φανταστική ψευδής διήγηση
Μύλου  : (φωνή) ο ψίθυρος που παράγει στρεφόµενος ο µύλος
Μυριάδες  : αµέτρητο πλήθος
Μυστήριο  : κάθε τι το ακατανόητο, ασύλληπτο
Μώµος  : ελλάτωµα
Μωραί  : πνευµατικά εξασθενισµένες, ανόητες
Μωρολογία  : ανόητη φλυαρία

   -Ν-

Νεφέλη : σύννεφο
Νέφος : σύννεφο (μετ.) μεγάλο πλήθος
Νηστεία : (νη+εσθίω=δεν τρώω, νηστεύω), αφαγία
Νόθος : ο γεννημένος από μη νόμιμο γάμο, μη γνήσιος
Νουθετώ : δίνω συμβουλές, δασκαλεύω
Ντροπή : συστολή από σεβασμό
Νυξ : νύχτα
Νωθρός : βλάκας,οκνός,τεμπέλης,αργός
Νώτον : ραχιαία επιφάνεια του κορμού του ανθρώπου

 -Ξ-

Ξενίζω : υποδέχομαι και περιποιούμαι ξένο, φιλοξενώ

-Ο-

Οδύνη  : ψυχικός πόνος, θλίψη, λύπη
Οδυρµός  : θρήνος, κλαυθµός
Όζω  : αποπνέω δυσοσµία, µυρίζω άσχηµα
Όθεν  : άρα, εποµένως, απ΄όπου, δια τούτο
Οικονοµία  : επιστασία, δαχείριση, έργο οικονοµίας ανεξερεύνητο µέσο
πρόνοιας Θεού για τη σωτηρία του ανθρώπου
Οικουµένη  : ο κατοικούµενος κόσµος, υφήλιος
Οικτείρω  : λυπούµαι κάποιον, ευσπλαχνίζοµαι, ελεώ
Όλεθρος  : καταστροφή, αφανισµός, φθορά, θάνατος
Ολοκαύτωµα  : κάθε τι που καταστρέφεται ολοκληρωτικά από φωτιά
Ολολύζω  : βγάζω θρηνητικές κραυγές, θρηνώ δυνατά
Οµνύω  : ορκίζοµαι
Οµόζυγος  : ζεµένος στον ίδιο ζυγό


Οµοθυµαδόν  : µε την ίδια ψυχική διάθεση, το ίδιο φρόνηµα
Οµού  : ταυτόχρονα, µαζί, συγχρόνως ,παροµοίως
Οµόφρων  :αυτός που έχει τις ίδιες ιδέες µε άλλον
Ονειδίζω  : επιπλήττω, κατηγορώ, χλευάζω, βρίζω
Όντινα  : όποιον
Οξεία  : αιχµηρή, σουβλερή, µυτερή, κοπτερή
Όξος  : ξύδι
Οπωρικό  : η οπώρα, το φρούτο
Οπωσούν  : κάπως
Ορέγοµαι  : επιθυµώ έντονα, λαχταρώ, απλώνω
Ορθοποδώ  : (ορθός + ποδώ), πορεύοµαι την ορθή οδό
Ορθοτοµώ  : (ορθός + τέµνω), διδάσκω – χειρίζοµαι ορθά τον Λόγο
Όρθρος  : χαραυγή, χαράµατα, η πρωία
Όρνις  : όρνιθα, κότα, πουλί
Οσφύς  : η µέση του ανθρώπινου σώµατος (αληγ.) έδρα της
αναπαραγωγικής δύναµης του άνδρα
Ουδόλως  : µε κανένα τρόπο
Οφθαλµοδουλεία  : το να υπηρετεί κάποιος µε υπερβολικά ψευδή ζήλο έτσι
ώστε να τον δουν οι άλλοι
Οφρύς  : φρύδι, µέρος εξέχον του εδάφους
Οχληρός  : ενοχλητικός, δυσάρεστος, φορτικός
Όψιµος  : αυτός που γίνεται αργά, καθυστερηµένα

  -Π-

Παιδαγωγός  : αυτός που φροντίζει για την αγωγή των παιδιών
Πάλαι  : τον παλιό καιρό
Παλιγγενεσία  : αναγέννηση, ανάσταση, ανανέωση
Πανηγύρι  : η συνάθροιση για κοινή γιορτή, σε χαρά, ευχαρίστηση
Πανοικί  : µε όλον τον οίκο, µε όλη την οικογένεια
Πανουργία  : δολιότητα, πονηρό τέχνασµα, απάτη
Πανταχόθεν  : από παντού, από όλα τα µέρη
Παραβολή  : αλληγορική διήγηση µε ηθικό δίδαγµα
Παραινώ  : παρακινώ, ενθαρρύνω
Παρακαταθήκη  : κατατιθέµενο σε κάποιον για φύλαξη
Παράκληση  : πρόσκληση προς βοήθεια, παρακίνηση, προτροπή
Παράκλητος  : ο καλούµενος σε βοήθεια
Παρακλίνω  : προτρέπω, παροτρύνω
Παρακύπτω  : σκύβω, υποτάσσοµαι
Παράλογος  : αυτός που κρίνει και λογίζεται λανθασµένα
Παραµυθία  : παρηγοριά, προτροπή


Παραπικραίνω  : στεναχωρώ πολύ, παροξύνω
Παραστέκοµαι  : στέκω στο πλευρό, βοηθώ, συµπαρίσταµαι
Παραφροσύνη  : τρέλα, ανόητος λόγος, ασύνετη πράξη
Παραχείµαση  : το ξεχειµώνιασµα, περνώ τον χειµώνα
Πάρδαλις  : (η) ο πάνθηρας, λεοπάρδαλη
Παρεισάγω  : εισάγω κρυφά, πλαγίως
Παρεπιδηµώ  : διαµένω προσωρινά σε ξένο τόπο
Πάρεστιν  : (πάρειµι) είµαι κοντά, είναι δυνατόν
Παρήγορος  : αυτός που δίνει παρηγοριά, κουράγιο
Παρθένος  : (η) η αγνή προς γάµο κατάλληλη κόρη (εικονικά) περί της
χριστιανικής κοινότητας
Παριστάνω  : περιγράφω, εικονίζω, προσκοµίζω
Πάροδος  : στενός ή δευτερεύων δρόµος που οδηγεί σε άλλον
µεγαλύτερο, παρέλευση, πέρασµα, διάβαση
Παροικία  : κοινότητα οµοεθνών σε ξένη χώρα
Παροξύνω  : εξάπτω, ερεθίζω, παροργίζω
Παροργισµός  : ερεθισµός που προκαλεί οργή, θυµός
Παρρησία  : θαρρετή έκφραση γνώµης
Παρώκησα  : (παροικώ = διαµένω σε ξένη γη), κατοίκησα σε ξένη γή
Παρώξυνας  : (παροξύνω) προκαλώ, παροργίζω, ερεθίζω
Πατάσσω  : τιµωρώ αυστηρά, χτυπώ, πληγώνω
Πατριά : καταγωγή, γενιά, ρίζα, φυλή, λαός, σύστηµα τάξεως
αγγέλων
Πέµψας  : (πέµπω) ο αποστείλλας, στέλνω
Πεπεισµένος σταθερός, µε ακλόνητη βεβαιότητα
Πεπελεκισµένος (πελεκίζω = κόβω κάτι µε τσεκούρι), αυτός που έχει
πελεκιστεί
Πεποίθηση σταθερή και ακλόνητη βεβαιότητα
Πεπτωκυία (πίπτω) πεσµένη
Πεπυρωµένοι [πυρώ = καίω, (τροπ) φλέγοµαι από επιθυµία], αναµµένοι
από επιθυµία
Πεπωληµένος (πωλώ) πουληµένος
Πέρας τέρµα, τέλος, (πέρατα) στην άκρη του κόσµου
Περιεζωσµένοι (περιζώννυµι) αυτοί που έχουν περιζωθεί
Περιεργάζοµαι εξετάζω κάτι µε πολύ προσοχή και µε λεπτοµέρεια
Περικυκλωµένος κυκλωµένος από όλες τις πλευρές
Περιπίπτω υποκύπτω, πέφτω
Περισπασµός οτιδήποτε αποσπά την προσοχή
Περίσσεια περίσσευµα, πλεόνασµα, πλήθος


Περιτοµή (περιτέµνω) η κατ΄άκρων κυκλική αποκοπή
Περιφρονώ Θεωρώ κάτι ανάξιο προσοχής ή εκτίµησης
Πεφυσιωµένος ο ψωροπερήφανος, φουσκωµένος
Πιθανολογία γνώµη για το αληθοφανές (πιθανόν)
Πλάνη λαθεµένη γνώµη ή κρίση, απάτη
Πλέγµα καθετί το πλεγµένο, πλεξούδα
Πλειότερο πάρα πολλές φορές, περισσότερο
Πλεονάζω είµαι παραπάνω από όσο πρέπει η χρειάζοµαι
Πλεονεξία απληστία, αχορτασιά, φιλοκέρδεια
Πληθυνθείην (πληθύνω), αυξάνω, γίνοµαι πλήρης, συµπληρώνοµαι
Πλήκτης φιλόνικος, υβριστής, φίλερις
Πληρώ εκπληρώνω, γεµίζω, κάνω κάτι τέλειο
Πλήρωµα γέµισµα, ο συµπληρωµένος χρόνος, πληρότητα, τελειότητα
Ποδήρης αυτή που φτάνει ως τα άκρα τον ποδιών
Πόθεν από πού ;
Ποίηµα έργο, πλάσµα Θεού, δηµιούργηµα
Ποιώ κατασκευάζω, δηµιουργώ, εκτελώ
Πολίτευµα η πολιτεία, η πολιτική συµπεριφορά, διαγωγή
Πολιτεύοµαι συµπεριφέροµαι, συµµορφώνοµαι, ζώ
Ποµπή πανηγυρική ή θρησκευτική συνοδεία
Πορνεύω έχω προγαµιαία σαρκική επαφή, ασελγώ ως πόρνος (µτφ)
παραπλανώµαι σε ειδωλολατρία
Πορφύρα ύφασµα βαµµένο κόκκινο, στολή αυτοκρατόρων
Πραιτώριο το µέγαρο των Ρωµαίων στρατηγών
Πρέσβεις διπλωµατικοί αντιπρόσωποι κράτους σε ξένη χώρα
Προαίρεση επιθυµία, διάθεση, προτίµηση
Προβεβηκότες άνθρωποι προχωρηµένης ηλικίας
Πρόγνωση πρόβλεψη
Πρόδηλος ολοφάνερος, πασίγνωστος
Προειρηµένος αυτός που έχει προαναφερθεί
Πρόθεση το τραπέζι που τοποθετούνται τα ιερά σκεύη
Προϊδων το είχε δει από πριν
Προΐσταµαι είµαι επικεφαλής, διευθύνω, κυβερνώ
Πρόκειµαι βρίσκοµαι µπροστά
Προκείµενος αυτός που βρίσκεται µπροστά
Προκρίνω κρίνω από πριν, προαποφασίζω
Πρόξενος αυτός που προκαλεί κάτι, υπαίτιος
Προξενώ γίνοµαι αίτιος για να συµβεί κάτι

Προπαθόντες αυτοί που έχουν πάθει από πρίν
Προπετής αυθάδης, θρασύς, ορµητικός
Προσαναπληρώ συµπληρώνω, αναπληρώνω
Προσάπτω καταλογίζω κάτι σε βάρος κάποιου
Προσδοκώ περιµένω να συµβεί κάτι ευχάριστο
Προσύλητος αυτός που προσχώρησε σε θρησκευτικό δόγµα
Προσηλώνω καρφώνω, στερεώνω
Πρόσκαιρα αυτά που διαρκούν λίγο καιρό
Προσκαρτερώ περιµένω υποµονετικά
Προσκόπτω σκοντάφτω, προσκρούω
Προσποίηση πρόφαση, υποκρισία
Προσφιλής ο πολύ αγαπητός, πολυαγαπηµένος
Προσωποληπτώ έχω χαριστική διάθεση έναντι σε κάποιους
Πρότερος προγενέστερος, πρωτύτερος
Προτροπή παρόρµηση, παρακίνηση
Πρόφαση πλαστή δικαιολογία, πρόσχηµα
Προφητεύω προλέγω τα µέλλοντα από τον Θεό εµνευσµένος
Πρώιµος αυτός που γίνεται πρόωρα
Πρωτεύων αυτός που έχει την πρώτη θέση
Πρώτιστος ο πρώτος µεταξύ των πρώτων
Πρωτότοκος αυτός που γεννήθηκε πρώτος
Πυλώνας µεγάλη πύλη που αποτελεί την είσοδο ναού
Πώποτε ουδέποτε
Πώρωση πλήρης ηθική αναισθησία

       -Ρ-

Ραδιουργία ύπουλη και µυστική σκευωρία εναντίον κάποιου
Ραπίζω χαστουκίζω
Ρήµα λόγος, φράση, λέξη
Ρίζα γένος, καταγωγή
Ροµφαία πλατύ δίκοπο σπαθί
Ρυπαρία βρωµιά, ανηθικότητα, ακαθαρσία
Ρύσαι (ρύοµαι) λυτρώνω απελευθερώνω

-Σ-

Σάβανα σεντόνι περιτυλίγµατος νεκρού
Σαλεύω κινώ, σείω, αλλάζω θέση
Σαλπίζω παίζω σάλπιγγα
Σάρδιος ηµιπολύτιµος λίθος
Σεµιδάλη Σιµιγδάλι
Σεµνοπρεπής σεµνός στους τρόπους
Σηµεία & τέρατα πράγµατα τερατώδη, απίστευτα


Σιναπιού (κόκκος) πολύ µικρός σπόρος ο οποίος καταλήγει σε ποώδες φυτό
Σιτηρέσιο καθηµερινή τροφή στρατιωτών
Σκάνδαλο παγίδα, πειρασµός, αιτία καταστροφής, ο πλανών
Σκηνοπηγία εγκατάσταση σκηνών
Σκηνοποιός κατασκευαστής σκηνών
Σκήνωµα το σώµα του ανθρώπου ως κατοικία της ψυχής
Σκήπτρο πολυτελής ράβδος ως έµβληµα εξουσίας
Σκιά σκιαγράφηµα, µτφ: παράδειγµα
Σκολιά στραβή, ψευδή, δόλια, πανούργα, δύστροπη
Σκόλωψ ενόχληµα, βάσανο, πάσσαλος
Σκύβαλο σκουπίδι, άχρηστο, αποµεινάρι
Σκυθρωπός κατσούφης, κατηφής
Σκωληκόβρωτος καταφαγωµένος, ο γεµάτος σκουλήκια
Σουδάριο λουρίδα άσπρου πανιού για κεφάλι νεκρού
Σπερµολόγος φλύαρος
Σπίλος κηλίδα, λεκές, (µτφ) ηθικό στίγµα
Σπιρίδα (σπυρίς) καλάθι, ζεµπίλι
Σπλαχνικός συµπονετικός, συµπαθών
Σποδός ζεστή στάχτη που περιέχει αναµµένα κάρβουνα
Σπονδή έκχυση κρασιού ή άλλου υγρού από ειδικό αγγείο στις
ιεροτελεστίες, προσφορά, θυσία
Σπουδάζω βιάζοµαι, σπεύδω
Σπουδή βιασύνη, γρηγοράδα, προθυµία, ζήλος
Στοιχεία η αρχή της κτίσεως, βάσης µαθήσεως
Σπυρίδα (σπυρίς) καλάθι, ζεµπίλι
Στιλπνός λαµπερός, γυαλιστερός
Στοχάζοµαι συλλογίζοµαι, σκέφτοµαι
Στρεβλώνω κάνω κάτι στρεβλό, διαστρέφω, παραµορφώνω
Στρούθιο σπουργίτι
Συγκακοπαθώ κακοπαθώ µαζί µε άλλον, συµπάσχω, συµπονώ
Συγκαταβαίνω γίνοµαι επιεικής, ενδοτικός
Συγκατανεύω δίνω την συγκατάθεσή µου σε κάτι
Συγκεφαλαίωση σύντοµη επανάληψη, συνόψιση
Συγκοινωνός ο έχων πρόσβαση σε κάτι, ο έχων επικοινωνία
Συγκυρία σύµπτωση, συντυχία
Συζευγνύω συνδέω, ενώνω δύο πράγµατα µαζί
Συκοφαντώ αποδίδω κατηγορία, διαβάλλω, κατηγορώ
Συµβιβαστικός υποχωρητικός, διαλλακτικός


Συµµορφούµενος µε την ίδια µορφή µε κάποιον
Συµπαθώ συµµερίζοµαι την θλίψη, πάσχω
Συµπαρασύρω παρασέρνω µαζί µου
Σύµφυτος φυτρωµένος µαζί µε άλλον
Συνάγω συναθροίζω, συγκαλώ, συγκετρώνω
Συναγωγή τόπος συνέλευσης κοινής προσευχής
Συναναστρέφοµαι έρχοµαι σε επαφή – κοινωνία µε κάποιον
Συνάφεια άµεση επαφή, άµεση σχέση
Συνδιαλλάσσω συµφιλιώνω, συµβιβάζω
Συνείδηση η εσωτερική γνώση µε την οποία ο άνθρωπος πληροφορεί
ευατόν περί του καλού και του κακού
Συνεισφορά χρηµατική συµβολή για ορισµένα έργα
Συνεκέρασε (συγκεράννυµι) συγκροτώ, ενώνω
Συνεπιµαρτυρώ οµολογώ, επικυρώνω
Συνεργώ συµπράττω, συντελώ, βοηθώ
Συνέρχοµαι έρχοµαι µαζί µε άλλους στον ίδιο χώρο
Σύνεση φρόνηση, περίσκεψη, νοητική δύναµη
Συνεστέλλοµαι (συστέλλοµαι) µαζεύοµαι
Συνεστώσα (συνίσταµαι) αποτελούµαι, συµφωνώ, που έχει γίνει
Συνιστώ εφιστώ την προσοχή, συµβουλεύω
Συνοικώ συµβιώνω, συζώ, συγκατοικώ
Συντέµνω συντοµεύω, περιορίζω
Συνυποκρίνοµαι υποκρίνοµαι µαζί µε κάποιον
Συριγµός σφύριγµα
Σύσσωµα αυτοί που ανήκουν στο ίδιο σώµα (εκκλησία)
Συστέλλω περιορίζω τον όγκο, συντοµεύω
Σφετερίζοµαι κάνω κάτι δικό µου παράνοµα.
Σφραγίδα επιθέτω, βάζω σφραγίδα, κλείνω κάτι ασφαλίζω
Σφύρα κοκάλα
Σχίσµα διάσταση γνωµών, διχογνωµία
Σωφρονώ συνετίζω, φρονιµεύω, τιµωρώ

 -Τ-

Τάζω υπόσχοµαι να δώσω κάτι
Ταλαίπωρος κακοµαθηµένος, δύστυχος, βασανισµένος
Ταµείο αποθήκη, δωµάτιο, κελάρι
Ταπεινοφροσύνη σεµνότητα, µετριοφροσύνη
Τεθέν (τίθηµι) τοποθετώ, το τοποθετηµένο
Τεκνογονία τεκνοποιία
Τέκτονας οικοδόµος ή ξυλουργός


Τελεσφορώ φέρνω αποτέλεσµα, φέρνω καρπούς
Τετυφωµένος τυφλωµένος από υπερηφάνεια
Τεταγµέναι (τάσσοµαι = ορίζω, διορίζω), διορισµένες
Τετραχηλισµένα (τραχηλίζοµαι = φανερώνω, ανακαλύπτω), φανερωµένα
Τέφρα στάχτη, σποδός
Τίκτω γεννώ, αποφέρω, παράγω, βλαστάνω
Τουτέστιν δηλαδή
Τράχηλος λαιµός και αυχένας, σβέρκος
Τριβόλι φυτό το οποίο έχει αγκάθια
Τρίβος µονοπάτι, οδός, δρόµος
Τροφός η τρέφουσα, η θηλάζουσα
Τρυφή µυθική και πλούσια ζωή, καλοπέραση
Τύπος ίχνος από χτύπηµα µε πίεση, παράδειγµα, υπόδειγµα
Τωόντι πραγµατικά, αληθινά

 -Υ-

Υπεξήλθεν (υπεξέρχοµαι) εξέρχοµαι κρυφά, αποσύροµαι
Υπεραίροµαι υπερηφανεύοµαι, αλαζονεύοµαι
Υπερβαίνω ξεπερνώ, υπερνικώ, υπερβάλλω
Υπερβολή υπερβολικά, πάρα πολύ, ακρότητα
Υπερεκπερισού πολύ επιπλέον
Υπερεκτείνω τεντώνω κάτι υπερβολικά
Υπερηφάνεια υψηλοφροσύνη, έπαρση, αλαζονεία
Υπόδειγµα απεικόνισµα, παράδειγµα
Υπόδικος κατηγορούµενος για αξιόποινο αδίκηµα
Υποκείµενος αυτός που βρίσκεται από κάτω
Υπολήνιο λάκκος στον οποίο χύνεται ο οίνος
Υποπόδιο αντικείµενο για τα πόδια καθισµένου
Υπόσταση ύπαρξη
Υποτάσσω Θέτω υπό την εξουσία µου
Ύσσωπος αρωµατικό φυτό που χρησιµοποιούσαν για ραντισµό
Υψηλοφρονώ υπερηφανεύοµαι

        -Φ-

Φαιδρότητα εύθυµη διάθεση
Φαρµακεία δηλητηρίαση, µαγεία, γοητεία
Φάτνη ξύλινο σκαφίδιο τοποθέτησης τροφής ζώων
Φείδοµαι ξοδεύω µε µέτρο και περίσκεψη
Φειδωλία τσιγκουνιά
Φελόνην µανδύας ταξιδιού, πανωφόρι
Φθόνος λύπη για ξένα αγαθά, για επιτυχία άλλων
Φθοροποιός αυτός που προκαλεί φθορά, βλαβερός


Φιλαδελφία η αγάπη για τον αδελφό
Φίλαυτος αυτός που αγαπά πολύ τον εαυτό του
Φιλήδονος αυτός που αγαπά την ηδονή
Φιλονικεία τσακωµός, καβγάς, έριδα, µάλωµα
Φιλοπρωτεύων αυτός που αγαπάει τα πρωτεία
Φιλοσοφία σύστηµα ιδεών και δογµάτων
Φιλόστοργος γεµάτος στοργή, τρυφερός
Φιλότιµος αυτός που έχει τιµή και αξιοπρέπεια
Φιλόφρων ευγενικός, περιποιητικός
Φρέαρ πηγάδι, τεχνητή κάθετη δίοδος
Φρενοπλάνος αυτός που πλανά το λογικό του
Φρόνηµα σκέψη, διάθεση, γνώµη, προσπάθεια
Φρονώ έχω την γνώµη, νοµίζω, πιστεύω
Φύραµα ζυµάρι, ένζυµο, πηλός
Φυσιοί (φυσιώ) κάνω κάτι υπερήφανο
Φύσις φυσική κατάσταση, µορφή
Φωσφόρος αυτός που φέρνει φως, ο αυγερινός, ο ήλιος

-Χ-

Χαλινός χαλινάρι
Χαλινώνω συγκρατώ, περιορίζω
Χαλκολίβανος µέταλλο που µοιάζει µε χρυσάφι
Χαράσσω κάνω γραµµές πάνω σε επιφάνεια
Χαύνος άτονος, νωθρός
Χείρων χειρότερο, κατώτερο σε τάξη, αξία
Χοίνιξ είδος µέτρησης
Χολή υγρό που βγαίνει από το συκώτι
Χρήζω έχω την ανάγκη, χρειάζοµαι
Χρηστός ηθικός, έντιµος, καλός αγαθός
Χρηστότητα ηθικότητα, αγαθότητα
Χριστός αυτός που έχει πάρει χρίσµα, χρισµένος
Χρίω καθιερώνω, αναγνωρίζω, αλείφω
Χωλός ανάπηρος στα πόδια, κουτσός

 -Ψ-

Ψευδόχριστος αυτός που θεωρεί τον ευατό του χρισµένο
Ψηλαφίζω αγγίζω, πασπατεύω
Ψιθυριστής αυτός που ψιθυρίζει, συκοφάντης

-Ω-

Ωδή ύµνος, πνευµατικό άσµα
Ωδίνες οι πόνοι της γέννας, του τοκετού
Ωριώµενος (ωρύοµαι) αυτός που ουρλιάζει, κλαίει, θρηνεί µε φωνές
Ωχρός υποκίτρινος, χλωµός

 

Λεξικό Καινής Διαθήκης