-Α- Άβυσσος : (α + βυσσός = βυθός) ο χωρίς βυθό Αγαθοποιώ : πράττω καλό, ευεργετώ Αγαθοσύνη : αρετή, χρηστότητα, καλοσύνη Αγενής : (α + γένος) αυτός που κατάγεται από άσηµους Άγιος : (άγος = εξάγνιση), ιερός, όσιος, σεµνός Αγνίζω : καθαρίζοµαι εσωτερικά (ηθικά) Άγρα : ψάρεµα, αλιεία, κυνήγι Αγρυπνώ : δεν κοιµάµαι, προσέχω, επαγρυπνώ Αδηλότητα : αβεβαιότητα Αδιάλειπτος : αυτός που δεν διακόπτεται […]
Read more